Πρώτες ενθυμήσεις
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
“ Θυμούμαι ένα
μεσημεριανό πρόγευμα, πρέπει να ήμουν πολύ μικρή, όπου με σήκωσε από το τραπέζι
ό πατέρας, με φώναξε κοντά του, και με το μεγάλο μαχαίρι που έκοβε το ροζμπίφ φοβέριζε
πως θα μου κόψει το δάχτυλο. Είχα φάγει το νύχι μου, και το να τρώγει κανείς τα
νύχια του ήταν, με το ψέμα, τα δύο πράματα πού αγρίευαν το περισσότερο τον
πατέρα μας. Θυμούμαι το σηκωμένο μαχαίρι, τα σουρωμένα φρύδια τού πατέρα, τα
μαύρα του μάτια που βγάζαν φωτιές, τις στριγκλιές μου, και θυμούμαι ακόμα το
αίσθημα του πανικού, που μου έκοψε τη φωνή σα νόμισα πως πέφτει το μαχαίρι στο
αιχμαλωτισμένο μου δάχτυλο στο χέρι του πατέρα μου. Πως «με συγχώρεσε» και
γιατί, δε θυμούμαι πια. Θυμούμαι μόνο πως μου είπε να πάγω στη θέση μου και
πως ήθελα να πάγω και δεν μπορούσα, τόσο έτρεμαν τα πόδια μου, και πως
φοβούμουν που ήμουν κοντά του, και πάσχιζα να φύγω, και δεν μπορούσα. Και
ύστερα θυμούμαι πως σκαρφάλωνα στην καρέκλα μου και μου είπαν να φάγω και δεν
μπορούσα να καταπιώ, από τ' αναφιλητά που μου ανέβαιναν όλην την ώρα. Και τ'
αδέλφια μου τα μεγάλα τρομαγμένα με κοίταζαν, κ' εγώ ντρεπόμουν φοβερά. Αυτό το φάγωμα των νυχιών στάθηκε αιτία να φάγω πολύ ξύλο. Ήμουν
τόσο μικρή που δεν το θυμούμαι, όταν μ' έδειρε ό πατέρας μου με το καμτσί του
του άλογου, και γέμισαν τα πόδια μου σπυριά. Μου το διηγήθηκε η μητέρα μου σα
μεγάλωσα.Και όμως θυμούμαι πράματα σαν ήμουν τριών χρονών και λιγότερο ακόμα.’’
“ Τη μητέρα μου τη
λάτρευα. Από τα πρώτα χρόνια, όσο μακριά πάει η ενθύμηση μου, την αγαπούσα με
πάθος αρρωστιάρικο.
Υψηλή, ωραία,
πάντα έμορφα αν και απλά ντυμένη, ευπρόσιτη σε όλους εκτός στα παιδιά της, η
μητέρα μας έστεκε μακριά μας όσο και ο πατέρας. Τη φοβούμασταν περισσότερο,
γιατί ήταν πιο κοντά, περισσότερο στο σπίτι, πιο έτοιμη να τιμωρήσει από τον
πατέρα πού έλειπε όλην την ημέρα. Ήταν και η μητέρα αυστηρή, αυθαίρετη,
τυραννική, επιβλητική. Ο λόγος της ήταν νόμος. Υπηρεσία και παιδιά
διευθύνουνταν με το ραβδί. Οι μπατσιές και το τράβηγμα του αυτιού ήταν τ'
αμεσότερα μέσα να την υπακούομε με το πρώτο της νόημα.
Απ' όλους μας,
ο Αντώνης έχει φάγει το περισσότερο ξύλο. Σκάνταλος, ορμητικός, ανυπότακτος,
γεμάτος «ιδέες», ζωή και δράση, αδιάκοπα έπεφτε σε περιπέτειες πού τελείωναν με
μπάτσους και τράβηγμα των αυτιών. Τότε κοκκίνιζε ως μέσα στα μαλλιά
του, ντρέπουνταν, υπέφερε στο φιλότιμο του, στην υπερηφάνεια του που ήταν
μεγάλη, μα ποτέ δεν έλεγε τίποτα, ούτε έκλαιγε ποτέ, ούτε καταδέχουνταν να
ξεφύγει με ένα ψέμα ή να διαμαρτυρηθεί. Σήκωνε το κεφάλι υπερήφανα, έτρωγε το
ξύλο και δεν απαντούσε.
Και εμείς τα
κορίτσια είχαμε για κεινον «hero workship”( ηρωολατρεία). Κοντά του σκαντάλευα
κ' εγώ κ' έτρωγα μπόλικο ξύλο. Η Αλεξάνδρα ήταν η λιγότερο τιμωρημένη γιατί
ήταν πάντα φρόνιμη και δεν μπλέκονταν στις δικές μας αταξίες. Η φωνή της ήταν
πάντα φωνή της σοφίας.’’
“ Γιατί οι γυναίκες τότε δεν ήταν εκείνο πού είναι σήμερα. Ελευθερία δράσεως, θελήσεως, ακόμα και σκέψεως δεν είχαν. Οι γυναίκες τότε ήταν υποταγμένες στον άντρα. Θέληση δική τους δεν είχαν, ούτε γνώμη, ούτε σκέψη ανόμοια με τη σκέψη του αντρός. Και μια φορά παντρεμένη, έπαυε να υπάρχει ως άτομο. Κινούνταν, δρούσε, μιλούσε, φέρουνταν στον κόσμο όπως ήθελε ο αφέντης της. Αν ήταν κοσμικός, έπρεπε να είναι και κείνη κοσμική, είτε της άρεζε ο κόσμος είτε όχι. Αν την ήθελε στο σπίτι κλεισμένη ο άντρας της, έπρεπε να κλειστεί και ας τρελαίνουνταν τον κόσμο. Επισκέψεις επιτρέπουνταν. Μα αυτές τις ανταλλαγές επισκέψεων, μόνο γυναίκες τις έκαμναν. Άντρες δεν έβλεπε η γυναίκα παρά σε γεύματα (σπάνια τον καιρό εκείνον), σε χορούς (σπανιότερους ακόμα), στον περίπατο ή στους δρόμους.
Η υποκρισία
ήταν επιβεβλημένη. Μια γυναίκα κοσμική λόγου χάρη που είχε άντρα μη κοσμικό,
έπρεπε, όχι μόνο να μην πηγαίνει στον κόσμο, άλλα και να λέγει πως δεν της
αρέσει. Και τανάπαλιν. «Αφού του αρέσει ο κόσμος, χρεωστεί να τον ακολουθεί
και κείνη.»Που να ταξιδέψει γυναίκα μόνη, τότε! «Αφού τον αφήνει, καλά της
κάνει και παίρνει φιληνάδα.» Όλη η κοινωνία την αποδοκίμαζε και την αναθεμάτιζε.
Ούτε να
πολυφροντίζει το εξωτερικό της η γυναίκα δεν έπρεπε. Καμιά δεν ομολογούσε πως
αγαπούσε το λούσο, τα όμορφα φορέματα, τα διαμαντικά. «Μου τα έδωσαν, και τα
φορώ γιατί μου τα έδωσαν», έλεγε η μητέρα μου, όταν τύχαινε να φορέσει κανένα
στολίδι.— «Ναι! Φορέματα τώρα!» έλεγε πάλι ή μητέρα, αν της έλεγε καμιά
φιληνάδα να ράψει τούτη ή εκείνη τη μόδα. «Όποια γυναίκα έχει άντρα και
παιδιά, δεν έχει καιρό για μόδες.» Αυτά ήταν για τις ξεμυαλισμένες, τις
«παρίες» της κοινωνίας. Είχε και τέτοιες, και τις έδειχναν με το δάχτυλο.
Χαμένα ρούχα, σου έλεγαν. Τιποτένιες γυναίκες.
Εντούτοις είχε
και κομψές, και όμορφες, και καλοντυμένες, και πουδραρισμένες, και στολισμένες.
Μα η ετοιμασία, η φροντίδα, το στόλισμα γίνουνταν κρυφά στην κρεβατοκάμαρα, με
κλειδωμένες τις πόρτες. Όποια κοίταζε καθρέφτη, ήταν ξεμυαλισμένη. Γυναίκες
και κορίτσια, σαν αντίκριζαν καθρέφτη έπρεπε να κάνουν πώς τον περιφρονούν,
πώς δεν κοιτάζονται, πώς αδιαφορούν. Έξω από την κρεβατοκάμαρα, όπου γίνουνταν
το στόλισμα, η γυναίκα υποτίθουνταν πως δεν ενδιαφέρεται στην εμφάνιση της.
Μα επειδή και
τότε η γυναίκα ήταν γυναίκα, οι κρυφές ματιές, τα κρυφά συγυρίσματα μαλλιών ή
φορέματος, το κρυφό τσίμπημα μάγουλων για να κοκκινίσουν, το κρυφό σιάξιμο
καπέλου ή κολάρου, έπαιρναν κ' έδιναν.
Και, μοιραία,
έκριναν και δίκαζαν και καταδίκαζαν, τα παιδιά.”
“ Ήταν αυταρχική, δεσποτική, η μητέρα.
Ήταν κάποτε κα σκληρή. Μα υπέκυπτε πάντα στον πατέρα, την ώρα που της
επιβάλουνταν εκείνος. Κατά βάθος, και με τον καιρό, «με τρόπο», τον έφερνε
πάντα στα νερά της, τον έκαμνε εκείνο που ήθελε. Και μείς τα παιδιά το νιώθαμε,
χωρίς να ξέρομε ούτε το πώς ούτε το γιατί, μα ξέραμε πως αρχή και δύναμη στο
σπίτι ήταν η μητέρα. Κ' επειδή υπέκυπτε κατά το φανερό στη θέληση του πατέρα,
στο σπίτι μέσα και στα παιδιά της ανταπέδιδε τα ίσα, ήταν δεσποτική, επιβλητική,
τυραννική, συχνά σκληρή και πάντα ανελεύθερη. (….)
Ήταν αγέρωχη,
τυραννική, αμείλικτη συχνά η μητέρα. Όλοι οι Χωρέμηδες ήταν σκληροί και
στεγνοί. Και η μητέρα ήταν Χωρέμαινα ως την ψυχή. Όταν νόμιζε πως ένα πράμα
ήταν σωστό ή χρήσιμο, τραβούσε το δρόμο της, ίσια κατά το σκοπό της, αδιαφορώντας
αν τσαλαπατούσε καρδιές, αγνοώντας πως ρήμαζε ζωές. Έτσι πάντρεψε σχεδόν με τη βία την Κατίνα Καλαμποκίδη με τον Αμηρά
για να μην την πάρει ο Στέφανος Καρτούλης, που την αγαπούσε, και να πάρει την
Ελβετία Χωρέμη, που δεν την πήρε στο τέλος και πήγαν χαμένες οι τρεις αυτές
ζωές. (….)’’
“Στο ζήτημα της
«αγάπης», και ο πατέρας ήταν στεγνός. «Αγάπες, ανοησίες!» έλεγε με
περιφρόνηση. Και οι δυό τραβούσαν εμπρός, σύμφωνοι σ' αυτό, πως όλη ή ζωή
κανονίζεται με το «πρέπει» και «δεν πρέπει», πως η λογική, η κρίση, η φρονιμιά
υπερέχουν, πως το «αίσθημα» ήταν και ανόητο και επικίνδυνο και δεν έπρεπε να
λαμβάνεται υπ’όψιν. Και τσαλαπάτησαν και κατέστρεψαν ζωές, και οι δυό, ιδίως η
μητέρα που καταγίνουνταν περισσότερο σ' αυτά, και πέθαναν χωρίς να το
αντιληφθούν ποτέ, χωρίς ποτέ να σταματήσουν, να διερωτηθούν καν, αν αυτό που
κάνουν δεν είναι εγκληματικό.”
“Η ζωή τότε
ήταν σκληρή, ιδίως για τη γυναίκα. Μα έφτιανε χαρακτήρες. Το «δεν μπορώ», ήταν
περιφρονημένη έκφραση. Κανένας μας δεν τό 'λεγε, ακόμα και όταν ήμαστε
νικημένοι. Καταπατημένοι, κουρελιασμένοι, υποταγμένοι, κάναμε την ανάγκη
φιλοτιμία και προσποιούμασταν πως θέλαμε τη δυστυχία
μας, έτσι, από υπερηφάνεια, αποκρούοντας τον οίκτο.
Υπήρχαν
βέβαια, και αδύνατοι, που λύγιζαν τους ώμους, που κλαίγουνταν και στέναζαν.
Αυτοί ήταν οι περιφρονημένοι, οι αποτυχημένοι.(….)
Από μικρά
μαθαίναμε τούς καημούς μας να μην τους μοιραζόμαστε με άλλους, ούτε καν με τ'
αδέλφια μας. Αν πόνεσαν, αν υπέφεραν τ' αδέλφια μου, δεν τό 'μαθα ποτέ, δεν
παραπονέθηκαν ποτέ. Αργότερα, αν γνώρισα τούς καημούς τού Αλεξάνδρου, προκάλεσα
εγώ τις εξομολογήσεις τους, πρώτον γιατί έβλεπα η ίδια τις αδικίες που
γίνουνταν εις βάρος του, υπέρ της χαϊδεμένης Αργίνης, της μικρότερης του κατά
τεσσεράμισι χρόνια, και δεύτερον γιατί τον περνούσα εγώ άλλα τεσσεράμισι
χρόνια και του επιβαλλόμουν και τον έβαζα να μου τους λέγει, αναλυμένο στα δάκρυα,
τον καημενούλη!
Μα εμείς, οι
τρεις μεγάλοι, κλειόμασταν στην υπερήφανη σιωπή μας. Ποτέ δεν ομολογούσαμε πως
μας πόνεσε ένας μπάτσος ή το τράβηγμα του αυτιού. Σιωπηλοί, ντροπιασμένοι,
γυρεύαμε να κρύψομε ο ένας του άλλου το τσούξιμο που μαρτυρούσε το κοκκινισμένο
μάγουλο, ή, αν δεν ήταν τρόπος να το κρύψομε, το ρίχναμε στην καυχησιολογία,
τάχα «πως δεν πονούσε το χέρι της μαμάς», ενώ πονούσε πολύ, χέρι λεπτό, με
όμορφα μακριά δάχτυλα, χέρι δυνατό, που καταπιάνουνταν όλες τις δουλειές και
που διεύθυνε τα πάντα και τα έβγαζε όλα πέρα. (….) ’’
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.