Σελίδες

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

"Πρώτες Ενθυμήσεις'' Αποσπάσματα


Πρώτες ενθυμήσεις
   
                                      ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ


     “ Θυμούμαι ένα μεσημεριανό πρόγευμα, πρέπει να ήμουν πολύ μικρή, όπου με σήκωσε από το τραπέζι ό πατέρας, με φώναξε κον­τά του, και με το μεγάλο μαχαίρι που έκοβε το ροζμπίφ φοβέριζε πως θα μου κόψει το δάχτυλο. Είχα φάγει το νύχι μου, και το να τρώγει κανείς τα νύχια του ήταν, με το ψέμα, τα δύο πράματα πού αγρίευαν το περισσότερο τον πατέρα μας. Θυμούμαι το σηκωμένο μαχαίρι, τα σουρωμένα φρύδια τού πατέρα, τα μαύρα του μάτια που βγάζαν φωτιές, τις στριγκλιές μου, και θυμούμαι ακόμα το αίσθημα του πανικού, που μου έκοψε τη φωνή σα νόμισα πως πέ­φτει το μαχαίρι στο αιχμαλωτισμένο μου δάχτυλο στο χέρι του πα­τέρα μου. Πως «με συγχώρεσε» και γιατί, δε θυμούμαι πια. Θυ­μούμαι μόνο πως μου είπε να πάγω στη θέση μου και πως ήθελα να πάγω και δεν μπορούσα, τόσο έτρεμαν τα πόδια μου, και πως φοβούμουν που ήμουν κοντά του, και πάσχιζα να φύγω, και δεν μπορούσα. Και ύστερα θυμούμαι πως σκαρφάλωνα στην καρέκλα μου και μου είπαν να φάγω και δεν μπορούσα να καταπιώ, από τ' αναφιλητά που μου ανέβαιναν όλην την ώρα. Και τ' αδέλφια μου τα μεγάλα τρομαγμένα με κοίταζαν, κ' εγώ ντρεπόμουν φοβερά. Αυτό το φάγωμα των νυχιών στάθηκε αιτία να φάγω πολύ ξύ­λο. Ήμουν τόσο μικρή που δεν το θυμούμαι, όταν μ' έδειρε ό πα­τέρας μου με το καμτσί του του άλογου, και γέμισαν τα πόδια μου σπυριά. Μου το διηγήθηκε η μητέρα μου σα μεγάλωσα.Και όμως θυμούμαι πράματα σαν ήμουν τριών χρονών και λι­γότερο ακόμα.’’


    “ Τη μητέρα μου τη λάτρευα. Από τα πρώτα χρόνια, όσο μα­κριά πάει η ενθύμηση μου, την αγαπούσα με πάθος αρρωστιάρικο.
     Υψηλή, ωραία, πάντα έμορφα αν και απλά ντυμένη, ευπρόσι­τη σε όλους εκτός στα παιδιά της, η μητέρα μας έστεκε μακριά μας όσο και ο πατέρας. Τη φοβούμασταν περισσότερο, γιατί ήταν πιο κοντά, περισσότερο στο σπίτι, πιο έτοιμη να τιμωρήσει από τον πατέρα πού έλειπε όλην την ημέρα. Ήταν και η μητέρα αυστηρή, αυθαίρετη, τυραννική, επιβλητική. Ο λόγος της ήταν νόμος. Υ­πηρεσία και παιδιά διευθύνουνταν με το ραβδί. Οι μπατσιές και το τράβηγμα του αυτιού ήταν τ' αμεσότερα μέσα να την υπακούομε με το πρώτο της νόημα.
     Απ' όλους μας, ο Αντώνης έχει φάγει το περισσότερο ξύλο. Σκάνταλος, ορμητικός, ανυπότακτος, γεμάτος «ιδέες», ζωή και δράση, αδιάκοπα έπεφτε σε περιπέτειες πού τελείωναν με μπά­τσους και τράβηγμα των  αυτιών. Τότε κοκκίνιζε ως μέσα στα μαλ­λιά του, ντρέπουνταν, υπέφερε στο φιλότιμο του, στην υπερηφά­νεια του που ήταν μεγάλη, μα ποτέ δεν έλεγε τίποτα, ούτε έκλαιγε ποτέ, ούτε καταδέχουνταν να ξεφύγει με ένα ψέμα ή να διαμαρτυ­ρηθεί. Σήκωνε το κεφάλι υπερήφανα, έτρωγε το ξύλο και δεν απαντούσε.
Και εμείς τα κορίτσια είχαμε για κεινον «hero workship”( ηρωολατρεία). Κοντά του σκαντάλευα κ' εγώ κ' έτρωγα μπόλικο ξύλο. Η Αλεξάνδρα ήταν η λιγότερο τιμωρημένη γιατί ήταν πάντα φρόνιμη και δεν μπλέκονταν στις δικές μας αταξίες. Η φωνή της ήταν πάντα φωνή της σοφίας.’’

     
 “ 
Γιατί οι γυναίκες τότε δεν ήταν εκείνο πού είναι σήμερα. Ελευθερία δράσεως, θελήσεως, ακόμα και σκέψεως δεν είχαν. Οι γυναίκες τότε ήταν υποταγμένες στον άντρα. Θέληση δική τους δεν είχαν, ούτε γνώμη, ούτε σκέψη ανόμοια με τη σκέψη του αντρός. Και μια φορά παντρεμένη, έπαυε να υπάρχει ως άτομο. Κινούν­ταν, δρούσε, μιλούσε, φέρουνταν στον κόσμο όπως ήθελε ο αφέν­της της. Αν ήταν κοσμικός, έπρεπε να είναι και κείνη κοσμική, είτε της άρεζε ο κόσμος είτε όχι. Αν την ήθελε στο σπίτι κλεισμέ­νη ο άντρας της, έπρεπε να κλειστεί και ας τρελαίνουνταν τον κό­σμο. Επισκέψεις επιτρέπουνταν. Μα αυτές τις ανταλλαγές επισκέ­ψεων, μόνο γυναίκες τις έκαμναν. Άντρες δεν έβλεπε η γυναίκα παρά σε γεύματα (σπάνια τον καιρό εκείνον), σε χορούς (σπανιό­τερους ακόμα), στον περίπατο ή στους δρόμους.
     Η υποκρισία ήταν επιβεβλημένη. Μια γυναίκα κοσμική λόγου χάρη που είχε άντρα μη κοσμικό, έπρεπε, όχι μόνο να μην πηγαί­νει στον κόσμο, άλλα και να λέγει πως δεν της αρέσει. Και τανά­παλιν. «Αφού του αρέσει ο κόσμος, χρεωστεί να τον ακολουθεί και κείνη.»Που να ταξιδέψει γυναίκα μόνη, τότε! «Αφού τον αφήνει, κα­λά της κάνει και παίρνει φιληνάδα.» Όλη η κοινωνία την αποδο­κίμαζε και την αναθεμάτιζε.
    Ούτε να πολυφροντίζει το εξωτερικό της η γυναίκα δεν έπρε­πε. Καμιά δεν ομολογούσε πως αγαπούσε το λούσο, τα όμορφα φορέματα, τα διαμαντικά. «Μου τα έδωσαν, και τα φορώ γιατί μου τα έδωσαν», έλεγε η μητέρα μου, όταν τύχαινε να φορέσει κα­νένα στολίδι.— «Ναι! Φορέματα τώρα!» έλεγε πάλι ή μητέρα, αν της έλεγε καμιά φιληνάδα να ράψει τούτη ή εκείνη τη μόδα. «Όποια γυναί­κα έχει άντρα και παιδιά, δεν έχει καιρό για μόδες.» Αυτά ήταν για τις ξεμυαλισμένες, τις «παρίες» της κοινωνίας. Είχε και τέτοιες, και τις έδειχναν με το δάχτυλο. Χαμένα ρούχα, σου έλεγαν. Τιποτένιες γυναίκες.
    Εντούτοις είχε και κομψές, και όμορφες, και καλοντυμένες, και πουδραρισμένες, και στολισμένες. Μα η ετοιμασία, η φροντί­δα, το στόλισμα γίνουνταν κρυφά στην κρεβατοκάμαρα, με κλειδω­μένες τις πόρτες. Όποια κοίταζε καθρέφτη, ήταν ξεμυαλισμένη. Γυναίκες και κορίτσια, σαν αντίκριζαν καθρέφτη έπρεπε να κά­νουν πώς τον περιφρονούν, πώς δεν κοιτάζονται, πώς αδιαφο­ρούν. Έξω από την κρεβατοκάμαρα, όπου γίνουνταν το στόλισμα, η γυναίκα υποτίθουνταν πως δεν ενδιαφέρεται στην εμφάνιση της.
Μα επειδή και τότε η γυναίκα ήταν γυναίκα, οι κρυφές μα­τιές, τα κρυφά συγυρίσματα μαλλιών ή φορέματος, το κρυφό τσίμ­πημα μάγουλων για να κοκκινίσουν, το κρυφό σιάξιμο καπέλου ή κολάρου, έπαιρναν κ' έδιναν.
Και, μοιραία, έκριναν και δίκαζαν και καταδίκαζαν, τα παι­διά.



  
Ήταν αυταρχική, δεσποτική, η μητέρα. Ήταν κάποτε κα σκληρή. Μα υπέκυπτε πάντα στον πατέρα, την ώρα που της επιβάλουνταν εκείνος. Κατά βάθος, και με τον καιρό, «με τρόπο», τον έφερνε πάντα στα νερά της, τον έκαμνε εκείνο που ήθελε. Και μείς τα παιδιά το νιώθαμε, χωρίς να ξέρομε ούτε το πώς ούτε το γιατί, μα ξέραμε πως αρχή και δύναμη στο σπίτι ήταν η μητέρα. Κ' επει­δή υπέκυπτε κατά το φανερό στη θέληση του πατέρα, στο σπίτι μέσα και στα παιδιά της ανταπέδιδε τα ίσα, ήταν δεσποτική, επι­βλητική, τυραννική, συχνά σκληρή και πάντα ανελεύθερη. (….)
      Ήταν αγέρωχη, τυραννική, αμείλικτη συχνά η μητέρα. Όλοι οι Χωρέμηδες ήταν σκληροί και στεγνοί. Και η μητέρα ήταν Χωρέμαινα ως την ψυχή. Όταν νόμιζε πως ένα πράμα ήταν σωστό ή χρήσιμο, τραβούσε το δρόμο της, ίσια κατά το σκοπό της, αδιαφο­ρώντας αν τσαλαπατούσε καρδιές, αγνοώντας πως ρήμαζε ζωές. Έτσι πάντρεψε σχεδόν με τη βία την Κατίνα Καλαμποκίδη με τον Αμηρά για να μην την πάρει ο Στέφανος Καρτούλης, που την αγαπούσε, και να πάρει την Ελβετία Χωρέμη, που δεν την πήρε στο τέλος και πήγαν χαμένες οι τρεις αυτές ζωές. (….)’’

  “Στο ζήτημα της «αγάπης», και ο πατέρας ήταν στεγνός. «Αγά­πες, ανοησίες!» έλεγε με περιφρόνηση. Και οι δυό τραβούσαν εμπρός, σύμφωνοι σ' αυτό, πως όλη ή ζωή κανονίζεται με το «πρέ­πει» και «δεν πρέπει», πως η λογική, η κρίση, η φρονιμιά υπερέ­χουν, πως το «αίσθημα» ήταν και ανόητο και επικίνδυνο και δεν έπρεπε να λαμβάνεται υπ’όψιν. Και τσαλαπάτησαν και κατέστρεψαν ζωές, και οι δυό, ιδίως η μητέρα που καταγίνουνταν περισσό­τερο σ' αυτά, και πέθαναν χωρίς να το αντιληφθούν ποτέ, χωρίς ποτέ να σταματήσουν, να διερωτηθούν καν, αν αυτό που κάνουν δεν είναι εγκληματικό.


      “Η ζωή τότε ήταν σκληρή, ιδίως για τη γυναίκα. Μα έφτιανε χαρακτήρες. Το «δεν μπορώ», ήταν περιφρονημένη έκφραση. Κα­νένας μας δεν τό 'λεγε, ακόμα και όταν ήμαστε νικημένοι. Καταπα­τημένοι, κουρελιασμένοι, υποταγμένοι, κάναμε την ανάγκη φιλοτι­μία και προσποιούμασταν πως θέλαμε τη δυστυχία μας, έτσι, από υπερηφάνεια, αποκρούοντας τον οίκτο.
Υπήρχαν βέβαια, και αδύνατοι, που λύγιζαν τους ώμους, που κλαίγουνταν και στέναζαν. Αυτοί ήταν οι περιφρονημένοι, οι αποτυχημένοι.(….)
      Από μικρά μαθαίναμε τούς καημούς μας να μην τους μοιρα­ζόμαστε με άλλους, ούτε καν με τ' αδέλφια μας. Αν πόνεσαν, αν υπέφεραν τ' αδέλφια μου, δεν τό 'μαθα ποτέ, δεν παραπονέθηκαν ποτέ. Αργότερα, αν γνώρισα τούς καημούς τού Αλεξάνδρου, προκάλεσα εγώ τις εξομολογήσεις τους, πρώτον γιατί έβλεπα η ίδια τις αδικίες που γίνουνταν εις βάρος του, υπέρ της χαϊδεμένης Αργίνης, της μικρότερης του κατά τεσσεράμισι χρόνια, και δεύτε­ρον γιατί τον περνούσα εγώ άλλα τεσσεράμισι χρόνια και του επιβαλλόμουν και τον έβαζα να μου τους λέγει, αναλυμένο στα δά­κρυα, τον καημενούλη!

      Μα εμείς, οι τρεις μεγάλοι, κλειόμασταν στην υπερήφανη σιω­πή μας. Ποτέ δεν ομολογούσαμε πως μας πόνεσε ένας μπάτσος ή το τράβηγμα του αυτιού. Σιωπηλοί, ντροπιασμένοι, γυρεύαμε να κρύψομε ο ένας του άλλου το τσούξιμο που μαρτυρούσε το κοκκι­νισμένο μάγουλο, ή, αν δεν ήταν τρόπος να το κρύψομε, το ρίχνα­με στην καυχησιολογία, τάχα «πως δεν πονούσε το χέρι της μα­μάς», ενώ πονούσε πολύ, χέρι λεπτό, με όμορφα μακριά δάχτυλα, χέρι δυνατό, που καταπιάνουνταν όλες τις δουλειές και που διεύ­θυνε τα πάντα και τα έβγαζε όλα πέρα. (….) ’’

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.