Σελίδες

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Μίλτος Σαχτούρης Ποιήματα

Ὁ τρελὸς λαγός                                                     
Γύριζε στοὺς δρόμους ὁ τρελὸς λαγὸς
γύριζε στοὺς δρόμους
ξέφευγε ἀπ᾿ τὰ σύρματα ὁ τρελὸς λαγὸς
ἔπεφτε στὶς λάσπες



Φέγγαν τὰ χαράματα ὁ τρελὸς λαγὸς
ἄνοιγε ἡ νύχτα
στάζαν αἷμα οἱ καρδιὲς
ὁ τρελὸς λαγὸς
ἔφεγγε ὁ κόσμος



Βούρκωναν τ μάτια του τρελς λαγς
πρήσκονταν
γλώσσα
βόγγαε μα
ρο ντομο τρελς λαγς
θάνατος στ
στόμα

Το  ψωμί
Ἕνα τεράστιο καρβέλι, μιὰ πελώρια φραντζόλα ζεστὸ ψωμί,
εἶχε πέσει στὸ δρόμο ἀπὸ τὸν οὐρανό,
ἕνα παιδὶ μὲ πράσινο κοντὸ βρακάκι καὶ μὲ μαχαίρι
ἔκοβε καὶ μοίραζε στὸν κόσμο γύρω,
ὅμως καὶ μία μικρή, ἕνας μικρὸς ἄσπρος ἄγγελος.
κι αὐτὴ μ᾿ ἕνα μαχαίρι ἔκοβε καὶ μοίραζε
κομμάτια γνήσιο οὐρανὸ
κι ὅλοι τώρα τρέχαν σ᾿ αὐτή, λίγοι πηγαῖναν στὸ ψωμί,
ὅλοι τρέχανε στὸν μικρὸν ἄγγελο ποὺ μοίραζε οὐρανό!
Ἂς μὴν τὸ κρύβουμε.
Διψᾶμε γιὰ οὐρανό.




Ὁ στρατιώτης ποιητής
Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε ἡ ζωή μου



Τὴ μιὰν ἡμέρα ἔτρεμα
τὴν ἄλλην ἀνατρίχιαζα
μέσα στὸ φόβο
μέσα στὸ φόβο
πέρασε ἡ ζωή μου



Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυροὺς
σὲ μνήματα
καρφώνω



Τὸ κεφάλι τοῦ ποιητῆ

Ἔκοψα τὸ κεφάλι μου
τό ῾βαλα σ᾿ ἕνα πιάτο
καὶ τὸ πῆγα στὸ γιατρό μου



-Δεν ἔχει τίποτε, μοῦ εἶπε,
εἶναι ἁπλῶς πυρακτωμένο
ρίξε το μέσα στὸ ποτάμι καὶ θὰ ἰδοῦμε



τό ῾ριξα στὸ ποτάμι μαζὶ μὲ τοὺς βατράχους
τότε εἶναι ποὺ χάλασε τὸν κόσμο
ἄρχισε κάτι παράξενα τραγούδια
νὰ τρίζει φοβερὰ καὶ νὰ οὐρλιάζει



τὸ πῆρα καὶ τὸ φόρεσα πάλι στὸ λαιμό μου


γύριζα ἔξαλλος τοὺς δρόμους


μὲ πράσινο ἑξαγωνομετρικὸ κεφάλι ποιητῆ


ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ

Μέσα στὸν τάφο μου
Περπατῶ ταραγμένος
τ᾿ ἀπάνω κάτω
τ᾿ ἀπάνω κάτω

ἀκούω τὰ πράγματα τριγύρω
νὰ οὐρλιάζουν
ἰδέες-αὐτοκίνητα
αὐτοκίνητα-ἰδέες

ἀνθρῶποι περνᾶνε
μιλοῦνε, γελᾶνε
γιὰ μένα

λένε ἀλήθειες
λένε ψευτιὲς
γιὰ μένα, γιὰ μένα!

– Μή, τοὺς φωνάζω
μὴ μιλᾶτε
γιὰ τὶς νεκρὲς ἀγάπες μου

θὰ ξυπνήσουν
θὰ σᾶς βγάλουν τὰ μάτια!



Ο ΜΑΥΡΟΣ ΚΟΚΚΟΡΑΣ

Γέλασε
ὁ μαῦρος κόκορας
ὅταν τοῦ εἶπαν
πῶς θὰ τὸν σφάξουν
ὅταν ὅμως ᾖρθε ἡ ὥρα
ἡ κακή του ὥρα
ἔκλαψε ὁ μαῦρος κόκορας
ἔκλαψε ὁ μαῦρος κόκορας



Ὁ Ἐλεγκτής

Ἕνας μπαξὲς γεμάτος αἷμα
εἶν᾿ ὁ οὐρανὸς
καὶ λίγο χιόνι
ἕσφιξα τὰ σκοινιά μου
πρέπει καὶ πάλι νὰ ἐλέγξω
τ᾿ ἀστέρια
ἐγὼ
κληρονόμος πουλιῶν
πρέπει
ἔστω καὶ μὲ σπασμένα φτερὰ
νὰ πετάω.

Η αποκριά


Μακριά σ' έν' άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά
το γαιδουράκι γύριζε μεσ' στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανάπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν-δυο
εν-δυο με παγωμένα δόντια



Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο



Μακριά σ' έν' άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.